- κακόπνοος
- κακόπνοος, -οον (Α)βλ. κακόπνους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοπνόους — κακόπνοος breathing with difficulty masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπνοος — η, ο (Α δίπνοος, ον) 1. αυτός που έχει δυό τρύπες, ανοίγματα για αναπνοή 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι δίπνοοι οι δίπνευστοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πνοος < πνοή* (πρβλ. κακόπνοος, ροδόπνοος)] … Dictionary of Greek